σημειοποιΐα

σημειοποιΐα
ἡ, Μ
το να κάνει κανείς σημεία, το να κάνει θαύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -ποιΐα (< -ποιός*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”